- νεφρικός
- -ή, -ό (ΑΜ νεφρικός, -ή, -όν) [νεφρός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούςνεοελλ.φρ. α) «νεφρική ανεπάρκεια»ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία οι νεφροί δεν μπορούν να απεκκρίνουν από τον οργανισμό όλες τις τοξικές ουσίες που παράγονται κατά τον μεταβολισμόβ) «νεφρικός αδένας»ζωολ. ο πρωτόγονος νεφρός τών μαλακίωνγ) «νεφρικές αρτηρίες» — δύο κλάδοι τής κοιλιακής αορτής που εισέρχονται στους νεφρούς και φέρνουν αίμα σε αυτούςδ) «νεφρικοί κάλυκες» — ινομυώδεις προσεκβολές τής νεφρικής πυέλου προς το νεφρικό παρέγχυμα για τη συγκέντρωση τών ούρων στην πύελοε) «νεφρική φλέβα» — αγγείο που απάγει το αίμα από τον νεφρόστ) «νεφρικό πλέγμα»ανατ. σύμπλεγμα κλάδων τού συμπαθητικού νευρικού συστήματος που εξαπλώνεται και νευρώνει τους νεφρούς και τα εξαρτήματά τουςζ) «νεφρική πύελος» — κοιλότητα που σχηματίζεται από διεύρυνση τού ουρητήρα μέσα στη νεφρική ουσίαη) «νεφρικό συλλεκτικό σωληνάριο»βιολ. καθένα από τα επιμήκη σωληνάρια τών νεφρών που συγκεντρώνουν και μεταφέρουν τα ούρα από τους νεφρώνες σε μεγαλύτερους αγωγούς οι οποίοι εκβάλλουν, με τους νεφρικούς κάλυκες, στη νεφρική πύελο και μέσω τού ουρητήρα οδηγούν τα ούρα στην ουροδόχο κύστη, αλλ. αγωγός τού Μπελίνιθ) «νεφρικό σωληνάριο»βιολ. σωληνοειδές τμήμα τού νεφρώνα το οποίο αποτελείται από τέσσερα διαδοχικά μέρη, ένα από τα οποία είναι τα συλλεκτικά νεφρικά σωληνάριαμσν.(για φυτό) αυτό που έχει θεραπευτικές ιδιότητες για τα νεφρά («κορίζιον νεφρικόν», Ορνεοσ. αγρ.).
Dictionary of Greek. 2013.